- αμνημοσύνη
- ἀμνημοσύνη, η (Α) [ἀμνήμων]έλλειψη μνήμης, λησμοσύνη, λήθη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμνημοσύνη — to be unmindful fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημοσύνην — ἀμνημοσύνη to be unmindful fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημοσύνης — ἀμνημοσύνη to be unmindful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνήμων — ἀμνήμων ( ονος), ον (ΑΝ) 1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης 2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστος αρχ. 1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ… … Dictionary of Greek
ξεχασιά — η έλλειψη μνήμης, αμνημοσύνη, λησμοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεχασ τού ξεχνώ, (πρβλ. αόρ. ξέχασ α) + κατάλ. ιά (πρβλ. μοιρασ ιά)] … Dictionary of Greek
ԱՆՅԻՇՈՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0209 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 12c, 13c գ. ԱՆՅԻՇՈՂՈՒԹԻՒՆ ԱՆՅԻՇՈՒԹԻՒՆ. ἁμνημοσύνη, ἁμνηστία oblivio Անյիշատակութիւն. եւ Անյիշաչարութիւն. *Հետեւեալ լինին անզգամութեանն՝ անուսումնութիւն, անհմտութիւն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆՅԻՇՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0209 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 12c, 13c գ. ԱՆՅԻՇՈՂՈՒԹԻՒՆ ԱՆՅԻՇՈՒԹԻՒՆ. ἁμνημοσύνη, ἁμνηστία oblivio Անյիշատակութիւն. եւ Անյիշաչարութիւն. *Հետեւեալ լինին անզգամութեանն՝ անուսումնութիւն, անհմտութիւն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ξεχασμάρα — η ξεχασιά, αμνημοσύνη, λησμοσύνη, αφηρημάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμνημοσύναν — ἀμνημοσύνᾱν , ἀμνημοσύνη to be unmindful fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)